- τριχορρηξία
- η, Νιατρ. σπάσιμο ή σχίσιμο τών μεγάλων τριχών τού σώματος, μερικές φορές με ανάπτυξη πολύ μικρών διογκώσεων στο στέλεχος, στο επίπεδο τού οποίου συντελείται η μερική ή ολική ρήξη και διάσχισή τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (ΙΙ) + ρήξη + κατάλ. -ία).
Dictionary of Greek. 2013.